- πρηστήρ
- -ῆρος, ὁ, Α1. θύελλα συνοδευόμενη από κεραυνούς, ορμητικός ανεμοστρόβιλος που μοιάζει με τυφώνα («πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῡ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.)2. στον πληθ. οἱ πρηστῆρεςα) ζεύγος φυσητήρων, τα φυσερά τών σιδηρουργώνβ) οι φλέβες τού λαιμού, ιδίως οι καρωτίδες, όταν φουσκώνουν από οργή3. είδος φιδιού τού οποίου το δήγμα είναι δηλητηριώδες4. μτφ.χείμαρρος, ποταμός δακρύων («ὀμμάτων ἄπο αἱμοσταγῆ πρηστῆρε ῥεύσονται κάτω», Ευρ.)5. φρ. «πρηστὴρ χθόνιος»α) ανεμοστρόβιλοςβ) ισχυρό ρεύμα αέρα προερχόμενο από υπόγεια σπήλαια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη- τού πίμ-πρη-μι* «πυρπολώ, φουσκώνω» + επίθημα -(σ)τήρ. Η παρουσία τού -σ- αποτελεί αναλογικό σχηματισμό (πρβλ. βρασ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.